Allo, allo
Τι μου κάνετε blogφιλαράκια μου; Πώς μου είστε; Εγώ
μεγάλωσα κατά ένα χρόνο… ω ναι, είμαι πλέον κατά ένα χρόνο ωριμότερη και πιο
όμορφη, χαχα. Βρε πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος δεν μπορώ να καταλάβω, σα
νεράκι πέρασαν 365 μέρες, δυστυχώς τα φετινά μου γενέθλια με βρήκαν αρρωστούλα,
ξεκίνησα με πονόλαιμο και σιγά σιγά με πλησίασε και ο κολλητός του, ο βήχας.
Τέσπα, μην σας κουράζω τώρα με τα δικά
μου, θα μπω κατευθείαν στο ψητό. Για την ταινία που θα σας μιλήσω σήμερα,
πρέπει να σας πω ότι την αγαπώ και μπορεί να είναι και η αγαπημένη μου ταινία.
Την έχω δει άπειρες φορές, και κάθε φορά είναι σαν να τη βλέπω για πρώτη φορά.
Οι φίλοι μου και αυτοί που με ξέρουν θα περίμεναν να είναι από τις πρώτες
ταινίες αν όχι η πρώτη ταινία για την οποία θα έγραφα.
Αρχικά να σας πω ότι πρόκειται για την
τηλεοπτική μεταφορά ενός ηθογραφικού μυθιστορήματος, που πρωτοδημοσιεύτηκε το
1813. Και λέω τηλεοπτική γιατί το 1995 παίχτηκαν 6 επεισόδια στην τηλεόραση που
αργότερα ενώθηκαν και σήμερα αποτελούν μια ταινία από 2 μέρη και συνολικά 5 ώρες. Μα καλά θα μου
πείτε τώρα, την προηγούμενη φορά κατάθαψες την τρίωρη ταινία και τώρα θα μας
μιλήσεις για μια ταινία των 5 ωρών; Ω ναι…δεν είναι όλη μαζί, χωρίζεται σε 2
μέρη από δυόμιση ώρες. Είναι από τις λίγες ταινίες που δεν καταλαβαίνω πως
περνάει η ώρα.
Είναι το δεύτερο βιβλίο της Τζέιν Όστεν,
το χειρόγραφο αρχικά ονομάστηκε Πρώτες
Εντυπώσεις και μετά από αλλαγές μετονομάστηκε σε Περηφάνια και προκατάληψη.
Ω ναι, θα μιλήσω για τον αγαπημένο κο Ντάρσι- Colin Firth (Σοφάκι, μακριά έχω τα χέρια μου). Εσείς
μπορεί να έχετε δει την version
του 2005 με την Keira
Knightley, καμία όμως
σχέση με την mini
σειρά του BBC
που ήταν υποψήφια για 5 βραβεία Bafta και 4 Emmy.
O Colin Firth είναι μοναδικός στο ρόλο του
αντιπαθητικού για κάποιους και αξιαγάπητου για κάποιους άλλους όπως εγώ, mr Darcy.
Για όσους τώρα δεν έχουν ιδέα για ποια
ταινία ή βιβλίο σας μιλάω (ντροπή σας παρεμπιπτόντως), θα σας δώσω κάποια
στοιχεία. Τι γίνεται λοιπόν; Έχουμε τον κο και την κα Μπένετ που έχουν πέντε
κόρες και είναι όλες ανύπαντρες, Όταν
ένας πλούσιος και ευχάριστος νέος ο κος Μπίγκλεϋ μετακομίζει στην γειτονιά η κα
Μπένετ ελπίζει να τον εξασφαλίσει ως γαμπρό για την όμορφη μεγαλύτερη κόρη της,
δίδα Τζέιν Μπένετ. Η εκκολαπτόμενη σχέση όμως σαμποτάρεται από τον υπερόπτη
φίλο του νεαρού, κο Ντάρσι, που θεωρεί το προξενιό ακατάλληλο. Όταν ο κος
Ντάρσι με τη σειρά του ερωτεύεται την δεύτερη κόρη των Μπένετ, δίδα Ελίζαμπεθ
Μπένετ, η συγκαταβατική πρόταση του για γάμο (νταξ δεν θα ήθελα τέτοια πρόταση
από τον συγκεκριμένο ούτε από κάποιον άλλο δηλαδή ) απορρίπτεται από την
Ελίζαμπεθ με ειρωνεία και η προσέγγιση φαίνεται να σταματά. Εντούτοις, τα
γεγονότα συνωμοτούν για να συνδέσουν τα διάφορα μέλη παρά τα εμπόδια και τις
παρεξηγήσεις που τα χωρίζουν. Η περηφάνια της μιας πλευράς και η προκατάληψη
της άλλης σιγά σιγά προσπερνιούνται και οι χαρακτήρες αποκομίζουν μεγαλύτερη
γνώση του εαυτού τους και των άλλων.
Είναι τέτοιες οι ερμηνείες που δεν μπορείς
να καταλάβεις με την πρώτη το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του καθενός. Ακόμη
είναι φοβερό ότι αυτό που επιτάσσει η κάθε εποχή και η κάθε κοινωνία, θα πρέπει
να τηρείται μέχρις εσχάτων. Για αυτό άλλωστε και ο τίτλος δεν είναι καθόλου
τυχαίος. Η περηφάνια είναι κινητήριος δύναμη αν θέλετε, αφού είναι αυτή που
κρατά τους πρωταγωνιστές μακριά τον έναν από τον άλλο, αφού προκαταλαμβάνεται αρνητικά
από τη πλευρά της η Ελίζαμπεθ και την
εκλαμβάνει ως έλλειψη ταπεινοφροσύνης.
Κι εγώ είναι η αλήθεια στο πρώτο μέρος της
ταινίας όσο κι αν αγαπώ τον κο Ντάρσυ δεν μου άρεσε κάτι στη φάτσα του, στη
συμπεριφορά του, πόσο μάλλον στα λόγια που χρησιμοποίησε στο τέλος του πρώτου
μέρους της ταινίας, στην προσπάθειά του να εξομολογηθεί τον έρωτά του, από φόβο
μήπως πάρει αρνητική απάντηση, χρησιμοποιεί τόσο μα τόσο λάθος λόγια, που
κάποιοι βέβαια θα μπορούσαν κιόλας να τα δικαιολογήσουν αφού δεν είναι και τόσο
άτοπα (πωπω δείτε πρόταση, ανάσα δεν πήρα).
Οι συνθήκες εκείνης της εποχής όριζαν
ξεκάθαρα τον υποβαθμισμένο ρόλο της γυναίκας μέσα στην κοινωνία και μέσα στην
οικογένεια. Από τη στιγμή που μία κόρη γεννιόταν ήταν υποχρεωμένη να μάθει
κάποια συγκεκριμένα πράγματα, προκειμένου κάποια στιγμή να κάνει έναν
πετυχημένο γάμο. Έπρεπε λοιπόν να έχει μόρφωση, να ξέρει κατά προτίμηση πιάνο
ίσως και να τραγουδά, να ράβει, να μιλά ξένες γλώσσες, δουλειές του σπιτιού, η
προίκα της εκείνη την εποχή ήταν μικρή, εκτός κι αν προερχόταν από πολύ πλούσια
οικογένεια. Φανταστείτε τώρα τον πατέρα Μπένετ που είχε 5 κόρες και οι 2 κιόλας
ήταν και τσαούσες.
Και φυσικά για να φτάσουμε στο σημείο
της προίκας, θα πρέπει να βρεθεί ο γαμπρός. Κριτήριο για την επιλογή του
γαμπρού ήταν και είναι ακόμα και σήμερα, για κάποιες τουλάχιστον, το ετήσιο
εισόδημα του. Ο κος Ντάρσι και ο φίλος του ο κος Μπίγκλευ είχαν και με το
παραπάνω ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Αλλά για τις αδελφές Μπένετ δεν ίσχυσε
κάτι τέτοιο. Ήθελαν γάμο από έρωτα και αγάπη και το πέτυχαν έστω κι αν άργησαν.
Η περηφάνια κάποιων ανθρώπων εκλαμβάνεται
αρνητικά από κάποιους. Είναι ίσως ο αέρας που αποπνέουν όταν στέκονται, είναι ο
τρόπος που μιλούν, οι εμπειρίες της ζωής που τους διαμορφώνουν, η μετριοφροσύνη
και ταπεινοφροσύνη που έχουν(άσχετο αλλά θέλω να κάνω καταγγελία σοκ, ο πρώην
μου είχε πει ότι με είχε περάσει για ψώνιο στην αρχή, ευτυχώς μετά άλλαξε
γνώμη…αλλά και πάλι τι να τον κάνεις. Τέσπα στα δικά μας.) και που οι άλλοι
θεωρούν ότι είναι δείγμα έπαρσης και υπεροψίας. Κι όλα αυτά επειδή δεν
επιδεικνύονται. Όμως ο άνθρωπος επειδή από τη φύση του είναι ον κοινωνικό,
είναι τόσο ματαιόδοξος που τον ενδιαφέρει η άποψη ακόμα κι αυτών που δεν τον
ενδιαφέρουν. Τι γίνεται όμως όταν μας ενδιαφέρει η άποψη των άλλων και θέλουμε
να έχουν καλή γνώμη για μας; Αξίζει να
μπούμε στη διαδικασία να την αλλάξουμε ή όχι; Αξίζει δηλαδή ο κος Ντάρσι να
αγωνιστεί για να κερδίσει τη θετική άποψη της Lizzie; Κι αν αξίζει, θα το πετύχει;… Όλα αυτά
στο part 2… Έχω κι άλλα
να πω….φιλάκια…
Xoxo,Κρουέλα.