Η
Αλίκη-Σταματίνα Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1933 στο Μαρούσι της
Αθήνας, από τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη, πρώην νομάρχη Αρκαδίας, και την Αιμιλία
(Έμυ) Κουμουνδούρου, απόγονο του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Από πολύ μικρή
έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο και την υποκριτική. Σε ηλικία έξι ετών
έχασε τον πατέρα της, όταν εκείνος δολοφονήθηκε στον εμφύλιο, κάτι που έγινε
σημείο αναφοράς για εκείνη. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου
και του εμφυλίου οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες για την οικογένεια. Παρόλα
αυτά, ως μεγαλύτερη από τα τρία αδέρφια, Αντώνη και Τάκη Βουγιουκλάκη, μαζί με
την μητέρα της κατάφεραν να κρατήσουν την οικογένεια και όχι μόνο. Η Αλίκη δεν
ξέχασε ποτέ το παιδικό της όνειρο κι έτσι το 1952 αποφάσισε να δώσει εξετάσεις
στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η οικογένειά της όμως στην ανακοίνωσή
της ότι επιθυμεί να γίνει ηθοποιός αντέδρασε αρνητικά, καθώς την προόριζαν για
γιατρό ή δικηγόρο, κάτι που όμως δεν την εμπόδισε να συνεχίσει. Πολύ γρήγορα,
μόλις στο δεύτερο έτος της Σχολής, η Αλίκη παίζει τους πρώτους της θεατρικούς ρόλους
στο «Κατά Φαντασίαν Ασθενής», «Φουσκοθαλασσιές»,
ενώ το 1954, με ειδική άδεια από τη Σχολή καθώς ακόμη δεν είχε τελειώσει,
έρχεται η πρώτη μεγάλη ευκαιρία, όταν αντικαθιστά την Άννα Σινοδινού στο ρόλο
της Ιουλιέτας. Στη Σχολή ήταν συμμαθήτρια με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και την
Τζένη Καρέζη, η οποία ήταν, όπως είχε η ίδια δηλώσει, η πιο όμορφη γυναίκα που
είχε δει, με την οποία διατηρούσαν μία πολύ ιδιαίτερη φιλία. Τη θεωρούσε
καλύτερη στην κωμωδία από εκείνη. Χαρακτηριστικό είναι, όπως ανέφερε η ίδια,
ότι συνήθιζαν η τότε ξανθιά Τζένη και η μελαχρινή Αλίκη να ντύνονται με ίδια
ρούχα και να πηγαίνουν σινεμά. Στη Σχολή η Αλίκη γνώρισε και τον πρώτο μεγάλο
της έρωτα, τον Αλέξη Σολωμό, καθηγητή της στη Σχολή, ενώ αργότερα γνωρίζει τον
Μάριο Πλωρίτη. Το όνειρο της Αλίκης ήταν να συνεχίσει στο Εθνικό Θέατρο και δεν
είχε στα σχέδιά της τον κινηματογράφο. Τα σχέδιά της όμως άλλαξαν, όταν στον
έλεγχό της όλοι οι καθηγητές της έβαλαν Άριστα, εκτός από τον Δημήτρη Χορν, που
της έβαλε Λίαν Καλώς, κόβοντάς της το δρόμο για το Εθνικό. Παρόλα αυτά, λίγα
χρόνια μετά το Εθνικό της ζήτησε να επιστρέψει αλλά η Αλίκη έθεσε πια τους
δικούς της όρους για αυτή την επιστροφή. Με το τέλος της Σχολής έρχεται και η
πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση στην ταινία «Το Ποντικάκι» του Νίκου
Τσιφόρου, που θεωρείται η πρώτη αστυνομική ελληνική ταινία. Η ίδια παραδέχθηκε
πολλά χρόνια αργότερα πως ήταν μία αποτυχία, καθώς δεν ήθελε να παίξει στο
σινεμά. Η «πόρτα» όμως είχε ήδη ανοίξει. Ακολούθησαν αρκετές θεατρικές
παραστάσεις στο θίασο της Κοτοπούλη, της Κατερίνας και του Κώστα Μουσούρη. Ταυτόχρονα,
συνεχίζει και την κινηματογραφική της πορεία με ταινίες όπως «Ο αγαπητικός της
Βοσκοπούλας», «Το κορίτσι με τα παραμύθια», «Μαρία Πενταγιώτισσα», «Χαρούμενοι
αλήτες», «Έρωτας στους αμμόλοφους», «Η ζαβολιάρα» και «Διακοπές στην Αίγινα»,
όπου μετά από παρότρυνση του σκηνοθέτη Ανδρέα Λαμπρινού, ανοίγει για πρώτη φορά
το χρώμα τον μαλλιών της. Την ίδια εποχή έρχεται και η πρώτη επαφή με τον
Φιλοποίμενα Φίνο, η οποία έληξε επεισοδιακά. Της πρότεινε ρόλο στην ταινία «Η
Θεία από το Σικάγο», προορίζοντάς την φυσικά για μία από της ανιψιές, και
εκείνη απάντησε πως ήταν κάπως μικρή για το ρόλο της θείας. Εκείνος την έδιωξε
κακήν κακώς από το γραφείο του λέγοντας πως δε θα επιστρέψει ποτέ, κάτι που
φυσικά διαψεύστηκε, μόλις δύο χρόνια μετά. Ακολουθούν ταινίες όπως «Μουσίτσα»,
«Μιμίκος και Μαίρη» και «Αστέρω», στην οποία για πρώτη φορά συμπρωταγωνιστεί με
τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Οι περισσότερες ταινίες είχαν εμπορική επιτυχία, όμως η
πρώτη τεράστια επιτυχία έρχεται το 1959, οπότε και η Αλίκη επιστρέφει στην Φίνος
Φιλμ, με την ταινία «Χτυποκάρδια στο θρανίο», του Αλέκου Σακελλάριου και με
συμπρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ταινία σταθμός στην καριέρα της, που
όπως παραδέχθηκε και η ίδια αργότερα ήταν τόσο αυθεντική γιατί δεν απείχε
ιδιαίτερα από την δική της πραγματικότητα ως μαθήτρια. Χαρακτηριστικό για το
πόσο αγάπησε το συγκεκριμένο ρόλο της Λίζας Παπασταύρου, είναι το γεγονός πως
όταν εισήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών επέλεξε να εισαχθεί με αυτό το όνομα.
Από εκείνο το σημείο και μετά η «Εθνική Σταρ» γεννιέται και η μία επιτυχία
διαδέχεται την άλλη. Η συνεργασία της με την Φίνος Φιλμ είναι από τις πιο
επιτυχημένες. Το 1960 συγκροτεί το δικό της θίασο με την επιγραφή «Θίασος Αλίκη
Βουγιουκλάκη-Μάνος Χατζιδάκις». Το πρώτο έργο που ανεβάζει ήταν το «Καίσαρ και
Κλεοπάτρα», το οποίο όμως δεν κράτησε πολύ καθώς το κοινό είχε ήδη καθιερώσει
στο μυαλό του μια συγκεκριμένη εικόνα για εκείνη κι έτσι ανεβάζει και θεατρικά
το «Χτυποκάρδια στο θρανίο». Την ίδια εποχή γυρίζονται οι ταινίες «Το
κλωτσοσκούφι», το οποίο μάλιστα γυρίστηκε δύο φορές καθώς στην τελική προβολή
πριν βγει η ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες ο Φίνος αποφάσισε πως η
χημεία με τον πρωταγωνιστή της Μιχάλη Νικολινάκο δεν ήταν καλή κι έτσι κάλεσαν
τον Αλέκο Αλεξανδράκη, «Η Αλίκη στο Ναυτικό» και η ταινία «Μανταλένα», η οποία
αποτέλεσε από τις σημαντικότερες ταινίες. Η «Μανταλένα» της χάρισε το βραβείο
πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από τα χέρια
της Κατίνας Παξινού, ενώ κατάφερε να φτάσει έως τις Κάννες, όπου είχε πολύ
θετική αποδοχή. Παρόλα αυτά, η Αλίκη δεν παρευρέθηκε ποτέ στις Κάννες, καθώς ο
Φίνος δεν το επέτρεψε από τον φόβο πως θα την έχανε. Η ίδια αργότερα δήλωσε πως
έμεινε στην Φίνος γιατί κοντά του ένιωθε μία πατρική φιγούρα που είχε ανάγκη.
Την ίδια περίοδο ένα σκάνδαλο κάνει την εμφάνισή του καθώς γίνεται γνωστή η
σχέση της με τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Η αντίδραση από το παλάτι
ήταν άμεση και η Φρειδερίκη έστειλε με δυσμενή μετάθεση τον Κωνσταντίνο στα
σύνορα για να τον απομακρύνει. Πρωτοσέλιδο αργότερα η φωτογραφία με τους δυο
τους όπου η Αλίκη δε σηκώθηκε από τη θέση της όταν πήγε να τη χαιρετίσει σε μία
πρεμιέρα θεάτρου, γιατί όπως δήλωσε η ίδια χρόνια μετά, απλά του είχε θυμώσει
για κάτι προσωπικό. Η διεθνής καριέρα όμως για την Αλίκη υπήρχε ακόμα σαν σκέψη
και για αυτό το «Χτυποκάρδια στο θρανίο» γυρίστηκε και στην Τούρκικη γλώσσα,
ενώ γυρίστηκε και η ταινία «Aliki,
my
love»,
ως μία αγγλική εκδοχή της «Μανταλένα», που όμως δεν είχε την ίδια αποδοχή. Το
1961, κάνει την πρώτη της περιοδεία με το έργο «Ωραία μου κυρία» που είχε
μεγάλη επιτυχία, αλλά θα επιχειρήσει ξανά μόνο πολλά χρόνια μετά. Ακολουθούν οι
ταινίες «Το ταξίδι», «Η ψεύτρα», «Η σοφερίνα», η οποία έκανε πρεμιέρα στις
κινηματογραφικές αίθουσες την ίδια μέρα με την ταινία «Το δόλωμα». Το 1964
είναι μία ιδιαίτερη χρονιά για εκείνη, καθώς στα γυρίσματα της ταινίας «Μοντέρνα
Σταχτοπούτα», κάτι αλλάζει στη σχέση της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Οι δυο τους
από την πρώτη στιγμή στη Σχολή είχαν μία έντονη σχέση αγάπης, ίσως μίσους, αλλά
σίγουρα πάθους. Την περίοδο εκείνη ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ διατηρούσε σοβαρή
σχέση με τη Δέσπω Διαμαντίδου, η οποία πληροφορήθηκε τη σχέση τους από τις
εφημερίδες. Στα παρασκήνια της παράστασης που τότε συμπρωταγωνιστούσαν περνά στην
Αλίκη ένα δαχτυλίδι και αρραβωνιάζονται, ενώ στις 18 Ιανουαρίου 1965
παντρεύτηκαν. Μετά από μία έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ
και έναν δημοσιογράφο κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης τύπου που έκαναν οι δυο
τους, οι εφημερίδες αποφάσισαν να μην αναφέρουν τα ονόματα των δυο καλλιτεχνών
για τρεις μήνες, όμως αυτό δε μπόρεσε να κρατήσει την είδηση του γάμου τους να
γίνει πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Οι δυο τους
αποτέλεσαν το μεγαλύτερο κινηματογραφικό και θεατρικό ζευγάρι, με ταινίες όπως
«Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Διπλοπενιές», «Αχ αυτή η γυναίκα μου», «Το πιο
λαμπρό αστέρι», «Το κορίτσι του λούνα παρκ», «Η αρχόντισσα κι ο αλήτης», «Η
αγάπη μας», το σενάριο της οποίας δυστυχώς έμοιαζε προφητικό για τη σχέση τους.
Την ίδια περίοδο η Αλίκη δυσαρεστημένη με κάποιες παραμέτρους από την Φίνος,
αποφασίζει να αλλάξει εταιρεία και να γυρίσει την ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι»
θέλοντας να δείξει στον Φίνο τι έχασε. Τελικά πολύ σύντομα επιστρέφει ξανά στη
Φίνος Φιλμ με τους δικούς της όρους. Παρόλο που η καριέρα της απογειωνόταν, ένα
ακόμη όνειρο έμενε ανεκπλήρωτο, η απόκτηση ενός παιδιού που ήθελε τόσο πολύ.
Στα γυρίσματα της ταινίας «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» έμαθε τα χαρμόσυνα
νέα. Δυστυχώς όμως μία περιπέτεια της υγείας της που λίγο έλειψε να της
κοστίσει μία αποβολή, αναγκάστηκε να διακόψει τα γυρίσματα έως τις 4 Ιουνίου
1969, οπότε και γεννήθηκε ο γιος τους Γιάννης, που αποτέλεσε και τη μεγαλύτερη
αδυναμία της ζωής της. Οι καλλιτεχνικές επιτυχίες συνεχίστηκαν στο θέατρο και
το σινεμά, με ταινίες όπως «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Ένα αστείο κορίτσι»,
«Υπολοχαγός Νατάσα», όπου ήταν και η τελευταία ταινία στην οποία
συμπρωταγωνίστησε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, «Σ’ αγαπώ», «Η κόρη του ήλιου», «Η
Αλίκη δικτάτωρ» και «Η Μαρία της σιωπής». Με την αλλαγή στα ελληνικά
κινηματογραφικά δεδομένα τη δεκαετία του 1970, καθώς η «χρυσή εποχή» του
ελληνικού κινηματογράφου μοιάζει να περνά στο παρελθόν, η Αλίκη στρέφεται
περισσότερο στο θέατρο με μεγάλες επιτυχίες. Η προσωπική της ζωή όμως δεν έχει
την ίδια πορεία καθώς στις 20 Ιουλίου 1974, ημέρα των γενεθλίων της, αποφασίζει
να φύγει μαζί με το γιο της από το σπίτι τους και να μείνει για ένα διάστημα
στο σπίτι της μητέρας της. Το διαζύγιο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ βγήκε τελικά
στις 5 Ιουλίου 1975, ένα διαζύγιο που όπως παραδέχθηκαν και οι δύο δεν
ξεπέρασαν ποτέ. Όπως ανέφεραν, εξωτερικοί παράγοντες και «καλοθελητές» μπήκαν
ανάμεσά τους, καθώς και ο μεγάλος καλλιτεχνικός ανταγωνισμός που είχαν μεταξύ
τους καθώς η Αλίκη τραβούσε περισσότερο την προσοχή. Μετά τον Δημήτρη
Παπαμιχαήλ διατήρησε σχέση με τον Νίκο Μομφεράτο, η οποία έληξε βίαια όταν
εκείνος δολοφονήθηκε. Το 1980 μετά από οχτώ χρόνια απουσίας, η Αλίκη επιστρέφει
στην μεγάλη οθόνη με την ταινία «Πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα». Την ίδια
περίοδο παντρεύεται τον Γιώργο Ηλιάδη στο εκκλησάκι δίπλα από την Μητρόπολη
Αθηνών. Ο γάμος δεν κράτησε πολύ και κατάφερε να μείνει μυστικός μέχρι
το 1993, οπότε και η ίδια το ανακοίνωσε σε συνέντευξή της στον Νίκο
Χατζηνικολάου. Την περίοδο 1981-1982 ανέβασε το μιούζικαλ «Εβίτα» με μεγάλη
επιτυχία. Ο Laurence Olivier
μάλιστα είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι ήταν η καλύτερη «Εβίτα» που είχε δει. Η
παράσταση αυτή στάθηκε και αφορμή να γνωριστεί με τον Βλάση Μπονάτσο, ο οποίος
έπαιζε το ρόλο του Τσε. Οι δυο τους είχαν σχέση για 5,5 χρόνια και
επηρέασε/άλλαξε και τους δύο, κάτι που φαίνεται και από το γεγονός ότι
διατήρησαν φιλικές σχέσεις και μετά το χωρισμό τους. Το 1981 πραγματοποιεί και
την τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση στην ταινία «Κατάσκοπος Νέλλη». Το
1984-1985 έρχεται και η μεγάλη καλλιτεχνική επανένωση με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ
στο θέατρο με την παράσταση «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», και παρόλο που στο μέλλον
θα συνέχιζαν να έχουν κάποιες αντιπαραθέσεις, οι δυο τους μιλούσαν πάντα ο ένας
για τον άλλον και κράτησαν σχέσεις. Το 1986-1987 στις πρόβες για την παράσταση
«Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά» η Αλίκη γνωρίζεται με τον Κώστα Σπυρόπουλο, με
τον οποίο έμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της. Πέρα από τις τεράστιες
επιτυχίες, η Αλίκη δέχθηκε και πάρα πολύ έντονη κριτική, ιδιαίτερα για τις
παραστάσεις «Λυσιστράτη» και «Αντιγόνη», που ανέβασε στην Επίδαυρο. Δοκίμασε
και την τηλεόραση, με τη σειρά «Και εύθυμη και χήρα», ενώ έκανε εμφανίσεις και
στα «Ο χήρος, η χήρα και τα χειρότερα», «Μικροί Μήτσοι» και «Έναν ελληνικό».
Ακόμη κάποιες παραστάσεις, όπως «Ωραία μου κυρία», «Τζούλια», «Μις Πέπσι» και
«Μελωδία της ευτυχίας» μαγνητοσκοπήθηκαν και προβλήθηκαν στην τηλεόραση. Σημαντικό
στην κινηματογραφική κυρίως αλλά και στη θεατρική της πορεία ήταν και το
τραγούδι. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους μεγαλύτερους έλληνες συνθέτες και
τραγουδιστές, όπως Μάνος Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Πλέσσας, Λοΐζος, Μαρκόπουλος,
Γκάτσος, Μικρούτσικος, Ζαμπέτας, Θεοδωράκης, Μπιθικώτση, Παπαδόπουλο, Γαλάνη,
Κατσαρός, Πυθαγόρας, Καλλίτσης, Κραουνάκη, Νικολακοπούλου. Χαρακτηριστικό είναι
ότι ο πρώτος χρυσός δίσκος που απονεμήθηκε ποτέ στην Ελλάδα ήταν το soundtrack της ταινίας «Το ξύλο βγήκε από
τον παράδεισο», το οποίο περιείχε τα τραγούδια «Έχω ένα μυστικό» και το «Γκρίζο
γατί» («Νιάου βρε γατούλα») και έκανε πάνω από 75.000 πωλήσεις, αριθμός ρεκόρ
για την εποχή. Τον Απρίλιο του 1996, και καθώς η παράσταση «Μελωδία της
Ευτυχίας» βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, η Αλίκη μετά από μία αδιαθεσία που
αισθάνθηκε, έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο του ήπατος. Συνέχισε για λίγο ακόμα
τις παραστάσεις μέχρι τις 29 Απριλίου, οπότε και ανέβηκε στη σκηνή για
τελευταία φορά. Επέστρεψε στην Αθήνα για περεταίρω εξετάσεις και ενημερώθηκε
για μετάσταση και στο πάγκρεας. Ο καρκίνος ήταν επιθετικός και οι εξελίξεις
γρήγορες. Στις 7 Μαΐου ταξίδεψε στο Μόναχο για εξετάσεις, από όπου και
επέστρεψε στις 9 Μαΐου. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Μαΐου, ταξίδεψε στη
Βοστόνη για μία ακόμα προσπάθεια εύρεσης θεραπείας. Οι γιατροί δυστυχώς της
έδιναν πολύ λίγο χρόνο και συνέστησαν να επιστρέψει άμεσα στην Ελλάδα. Στις 19
Μαΐου επέστρεψε στην Αθήνα και στις 22 του ίδιου μήνα εισήχθη στο Ιατρικό
Κέντρο Αθηνών με δική της πρωτοβουλία, όπου και μετά από μεγάλο αγώνα έχασε τη
μάχη στις 23 Ιουλίου 1996. Η είδηση καθήλωσε όλη την Ελλάδα, καθώς η κηδεία της
στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών όπου εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί,
μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποτελεί την
δημοφιλέστερη ελληνίδα ηθοποιό από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έως
σήμερα. Είναι η ηθοποιός που κατάφερε να ανεβάσει από πολύ νωρίς στην καριέρα
της το κασέ των ελλήνων ηθοποιών, να διεκδικήσει και να πάρει ποσοστά από τις
ταινίες της φτάνοντας μέχρι και το 15%-20%, αλλά και να διεκδικήσει τα
πνευματικά δικαιώματα των ταινιών για τους ηθοποιούς. Έχτισε προσεκτικά και με
πολύ δουλειά την εικόνα της, μία εικόνα από την οποία προσπάθησε αρκετές φορές
να ξεφύγει αλλά απέτυχε, και την κράτησε δεσμευμένη ως το τέλος. Έγινε σύμβολο
μιας εποχής, που ακόμη και σήμερα «πουλά», ήταν αυστηρή επαγγελματίας, σκληρή
διαπραγματεύτρια, φιλόδοξη, τελειομανής, αλλά και ανασφαλής, όπως έχει δηλώσει
και η Μελίνα Μερκούρη, που επιζητούσε την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου. Ταυτόχρονα,
ήταν ακαταμάχητη μπροστά στο φακό, θεωρούσε το θέατρο τον φυσικό της χώρο,
ήξερε να διεκδικεί χρήματα, αλλά όπως η ίδια δήλωσε όχι πώς να τα κρατάει.
Πραγματοποιούσε συχνά μεγάλα τραπέζια για φίλους και γνωστούς στο εξοχικό της
και έδωσε βήμα σε αρκετούς νέους καλλιτέχνες. Της έχουν αποδοθεί οι όροι
«Εθνική Σταρ», «θεσμός», «η τελευταία ελληνίδα μαθήτρια», «η αιώνια νέα», ενώ
ίσως ήταν η τελευταία «ντίβα» που «επέτρεψε» η Ελλάδα. Είχε μία ιδιαίτερη
επικοινωνία με τα παιδιά. Η ίδια είχε δηλώσει πως ποτέ δε μπόρεσε να εξηγήσει
αυτή τη μαγική επικοινωνία και την αποδοχή από τα παιδιά. Ταυτόχρονα δέχθηκε
ισχυρή κριτική σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της, και κυρίως για το «εύρος»
του ταλέντου της, ιδιαίτερα κάθε φορά που επιχειρούσε να ξεφύγει από την
«εικόνα» της. Γνωστή είναι και η κόντρα της με τον Λάκη Λαζόπουλο, που έληξε
όταν εκείνη τον υπερασπίστηκε στο δικαστήριο για ένα καλλιτεχνικό θέμα, και
αργότερα συνεργάστηκαν αρκετές φορές μαζί. Ανεξάρτητα με το αν πιστεύουμε ότι η
Αλίκη ήταν τελικά η καλή ή κακή ηθοποιός, δεν παύει να είναι ένα τεράστιο
κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου, πίσω και μπροστά από τις κάμερες, που
κατάφερε να γίνει διαχρονική και σύμβολο μιας εποχής και των παιδικών μας χρόνων,
γιατί όπως έχει πει και ο Μάνος Χατζιδάκις: «…Μην πεις κακό ποτέ για την Αλίκη
Βουγιουκλάκη, γιατί είναι η γυναίκα που πάντα θα αντιπροσωπεύει τα χρόνια της αθωότητάς
μας...»
*Πηγές: wikipedia.com, google.com, imdb.com